- μουστέλα
- η(λ. ιταλ.), η νυφίτσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουστέλα — η ζωολ. γένος ικτιδόμορφων σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας mystelidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mustella] … Dictionary of Greek
αίτουλας — και αιτούλακας, ο είδος νυφίτσας, μουστέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < αρχ. επίθ. αἴθων* «λαμπερός, αστραφτερός»] … Dictionary of Greek
βιζόν — Με τον όρο αυτό υποδηλώνονται ορισμένα είδη και υποείδη του γένους μουστέλα της οικογένειας των μουστελιδών. Ζώα θηλαστικά και σαρκοφάγα, προτιμούν την υδρόβια ζωή και έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ανάμεσα στα δάχτυλά τους τη νηκτική μεμβράνη.… … Dictionary of Greek